- μουνί
- το(λ. βενετ.), το γυναικείο αιδοίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουνί — το (Μ μουνί[ν]) το γυναικείο αιδοίο νεοελλ. 1. μτφ. χυδαίος χαρακτηρισμός ωραίας και προκλητικής γυναίκας 2. φρ. «γίναμε μουνί» ή «τά κάναμε μουνί» ήλθαμε σε οξεία διαφωνία ή αναστατώσαμε τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την … Dictionary of Greek
Ισημερινή Γουινέα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισημερινής Γουινέας Έκταση: 28.051 τ. χλμ. Πληθυσμός: 476.200 (2003) Πρωτεύουσα: Μαλάμπο (92.900 κάτ. το 2003)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με το Καμερούν και στα Α και Ν με την Γκαμπόν, ενώ βρέχεται … Dictionary of Greek
Ossetic language — Ossetian Spoken in Russia (North Ossetia) Georgia … Wikipedia
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
μουνοτρίχι — το κοινή ονομασία τού φυτού αδίαντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + τρίχα] … Dictionary of Greek
μουνότριχα — η συν. στον πληθ. οι μουνότριχες οι τρίχες τού γυναικείου αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + τρίχα] … Dictionary of Greek
μουνόψειρα — η 1. είδος ψείρας που παρασιτεί στο τρίχωμα τής ήβης 2. πολύ φορτικός άνθρωπος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς, κολλητσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + ψείρα] … Dictionary of Greek
πλακομούνι — το, Ν ερωτική πράξη μεταξύ γυναικών, λεσβιασμός, τριβαδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + μουνί] … Dictionary of Greek